First we take Manhattan
Το φετινό θέμα στο μάθημα των νέων ελληνικών στις εισαγωγικές εξετάσεις, αντίστοιχο με αυτό της έκθεσης που διαγωνιστήκαμε οι παλαιότεροι ζήτησε από τους μαθητές ,με όχημα ένα κείμενο του Άγγελου Τερζάκη, να σχολιάσουν το "εθιμικό" κάψιμο των βιβλίων στο τέλος της σχολικής χρονιάς που λαμβάνει χώρα σε ένα καθιερωμένο τελετουργικό διανθισμένο με μπουγέλα στις αυλές των δημόσιων σχολείων χρόνια τώρα, σε μία πυρά όπου τα παιδιά ξορκίζουν την παιδεία όπως τους σερβίρεται, με τον επιβαλλόμενο παπαγαλισμό που οδηγεί τον μαθητή στο να αντιλαμβάνεται το σχολείο περισσότερο σαν αγκαρία παρά σαν δωρεά ικανή να τον μετατρέψει σε υπεύθυνο σκεπτόμενο πολίτη.
Το εξόχως πολιτικό θέμα σίγουρα δεν επιλέχτηκε τυχαία από την επιτροπή εξετάσεων επί υπουργίας Αρη Σπηλιωτόπουλου που έγραψε έκθεση το 1985 με τη θρυλική πλέον "ευδοκίμηση και αρωγή". Η σκοπιμότητα της επιλογής του θέματος λίγους μόνο μήνες μετά την εξέγερση της πιτσιρικάδας του Δεκέμβρη που είχε σαν αποτέλεσμα να καεί το σύμπαν σε μία παράλληλη περίεργη εκτόνωση των κινητοποιήσεων που οργανώθηκαν από τους μαθητές, είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Τι μπορεί λοιπόν να γράψει ένας μαθητής σε ένα τέτοιο θέμα? Θα υπερασπιστεί αυτό που κάνει κάθε χρόνο σε ένα γενικευμένο κλίμα χαβαλέ, όταν καίει τα βιβλία που του παρέχονται δωρεάν ή θα καμουφλαριστεί πίσω από "δηλώσεις νομιμοφροσύνης" καταδικάζοντας την πράξη της πυρπόλυσης της παρεχόμενης γνώσης καταγράφοντας γενικότητες για πρακτικές "ιεράς εξέτασης", "σκοταδισμού" κλπ παρέχοντας την άποψη του σε μία ιδιαίτερη δημοσκόπηση καταδίκης "των ανεπίτρεπτων πράξεων" κλείνοντας το κείμενο του με κλισέ του τύπου "όπου ανοίγει ένα σχολείο κλείνει μία φυλακή" και άλλα τέτοια ηθικοπλαστικά.
Και οι βαθμολογητές από την άλλη πως θα βαθμολογήσουν, όποιον με γενναιότητα γράψει τα πράγματα με το όνομά τους, περιγράφοντας την κωμωδία της παρεχόμενης δωρεάν παιδείας σε ένα δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον εκπαίδευσης που τροφοδοτεί δεκαετίες τώρα τα ακριβοπληρωμένα φροντιστήρια, σ' ένα σχολείο στελεχωμένο με καθηγητές που βαριούνται, και μαθητές που παραμένουν συνειδητά αγράμματοι, που μετρούν ως καταναγκασμό πως να περάσουν τις ώρες του σχολείου το πρωί για να στριμωχτούν στο φροντιστήριο το απόγευμα, σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον που παραμένει αναλλοίωτο από τη μεταπολίτευση.
Πως θα αντιμετωπίσουν άραγε οι εξεταστές, όποιον περιγράψει την οργή των πιτσιρικάδων που βλέπουν ότι οι υπερχρεωμένοι γονείς τους βγαλμένοι λες μέσα από τα κείμενα του Τερζάκη με το καταθλιπτικό κλίμα του μεσοπολέμου, με την ασφυκτική ατμόσφαιρα της οικονομικής στενότητας που δε μπορούν να ανταποκριθούν στην κάλυψη των αναγκών των παιδιών τους, μεταφερμένο σε ένα σύγχρονο σκηνικό σήψης και διαφθοράς όπου τα αγορασμένα με τα κλεμμένα του δημόσιου πλούτου καγιέν κάνουν παρέλαση στα ακριβά προάστια του παράκτιου παρασιτισμού και του "ηθικό είναι ότι είναι νόμιμο". Έτσι ο συγγραφέας της πριγκηπέσσας Ιζαμπώ και της εξέγερσης εναντίων των Φράγκων του Μωριά θα γίνει ενδεχομένως αιτία για ενδιαφέρουσες καταγραφές.
Σε ένα αφιέρωμα στον Τερζάκη από την Καθημερινή στο "επτά ημέρες" το 2004 οι επιμελητές Ηλίας Μαγκλίνης και Όλγα Σελλά σημείωναν :
"φοβούμενος ότι η κοινωνία της ευμάρειας, της υπερκατανάλωσης και της «επιβεβλημένης ευτυχίας», που αναδυόταν σιγά σιγά, ίσως αποδειχτεί πιο επικίνδυνη, πιο ύπουλη, από τις λογής βαρβαρότητες και πολέμους. aπό αυτήν την άποψη, ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον αθόρυβο, αλλά ουσιαστικό εργάτη των ελληνικών γραμμάτων, δεν συνιστά απλώς φόρο τιμής αλλά και πρόταση: να ξανακουστεί μια φωνή ευαισθησίας, ως αντίβαρο στη μαζική αφασία και τη φρενίτιδα της δικής μας εποχής. Oχι για να οπισθοδρομήσουμε, να αναβιώσουμε μια Eλλάδα μιζέριας, επαρχιωτισμού και ηττοπάθειας, αλλά για να θυμήσουμε ότι ο ουσιαστικός λόγος, ο λόγος που γίνεται πράξη, βρίσκεται στον αντίποδα του θορύβου του σύγχρονου νεοελληνικού βίου και των ακατάσχετων τηλε-χάχανων".
Παράλληλα, το θέμα ζητούσε τη συζήτηση γύρω από την αντοχή του βιβλίου στην εποχή της πληροφορικής, απαιτώντας προφανώς από τους μαθητές να αναπτύξουν τη μαγεία που αισθάνεται ο αναγνώστης ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο ταξιδεύοντας μέσα από τις σελίδες του ή την ανάγκη της επιστροφής στη βιβλιοθήκη με σκοπό την επανάληψη της ανάγνωσης ενός αγαπημένου ή κιτρινισμένου βιβλίου φορτωμένου με τις σημειώσεις της πρώτης ανάγνωσης στο λευκό περιθώριο, συναισθήματα που δε πρόκειται ποτέ να σου δώσει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ή η σύγχρονη "ηλεκτρονική αποθήκη βιβλίων" που χωρά στη μνήμη της μερικές βιβλιοθήκες. Ωραίο στα αλήθεια ζήτημα που όμως σκοντάφτει στην έλλειψη ανάλογων εμπειριών από τους μαθητές που στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν έχουν ξεφυλλίσει παραπάνω από ένα "εξωσχολικό" βιβλίο με την αποφοίτησή τους από το Λύκειο.
Και επειδή δεν είναι δυνατό να μετατραπούν όλοι οι διαγωνιζόμενοι μαθητές σε τακτικούς, καθωσπρέπει και μελετηρούς που θα καταδικάζουν το κάψιμο των βιβλίων στα προαύλια, όπως δε γίνεται να αποκτήσουν ξαφνικά αυτά τα παιδιά της κουμπάκικης ιντερνετικής γενιάς ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο, ζηλεύω στ' αλήθεια τους εκπαιδευτικούς που θα διαβάσουν τα φετινά γραπτά όπου θα διαπιστώσουν εάν αυτοί οι μαθητές θα παραμείνουν συνεπείς, απαντώντας στα ίσια την πρόκληση του Άρη, κουρελιάζοντας την ελεεινή μορφή της παιδείας που τους πασάρεται, από μία κοινωνία προσκυνημένων στην ευδαιμονία της κατανάλωσης, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα την αγάπη τους για την ηλεκτρονική κοινωνία στην οποία συμμετέχουν και που μοιραία κάποια στιγμή θα απειλήσει σοβαρά την ανυπόφορη τάξη , όπως σε περιορισμένη κλίμακα έγινε τον περασμένο Δεκέμβρη, όταν χιλιάδες συμμετείχαν στις διαδηλώσεις ενημερωμένοι με email και sms, διαμορφώνοντας ένα κίνημα από τα κάτω, ή θα λουφάξουν κάνοντας τα καλά παιδιά, καταργώντας εαυτούς και ότι ελπιδοφόρο άφησαν να φανεί ότι φέρνουν, πριν από μόλις έξι μήνες, ορμώμενοι από την οργή τους και μόνο...
Και αφού θα μείνω με την απορία, προς το παρόν ακούω τον Leonard Koen να ψιθυρίζει I don't like your fashion bussiness, mister, στο τραγούδι που δάνεισε τον τίτλο του ποστ: First we take Manhattan then we take Berlin.